βάκηλος 2

βάκηλος 2
βάκηλος 2.
Grammatical information: adj.
Meaning: ὁ μέγας H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 115 compares βάγιον μέγα H. The suffix -ηλο- is well known in Pre-Greek.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βάκηλος — βάκηλος, ο (Α) 1. ευνούχος στην υπηρεσία της θεάς Κυβέλης 2. θηλυπρεπής 3. βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ανατολικής προελεύσεως, που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε με μετάθεση από τις λέξεις κάβηλος και κάληβος, που έχουν την ίδια σημασία στον Ησύχιο, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • βάκηλος — eunuch in the service of Cybele masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακήλων — βάκηλος eunuch in the service of Cybele masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακήλως — βάκηλος eunuch in the service of Cybele masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκηλοι — βάκηλος eunuch in the service of Cybele masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκηλον — βάκηλος eunuch in the service of Cybele masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BACELUS — vir quidam effeminatus, totusque luxuriae deditus. Unde Proverb. Bacelo similis. Hesych. Βάκηλος, ὁ μέγας καὶ ἀνόητος, ἠ ` ὁ ἀπόκοπος, ὁ ὑπ᾿ ἐνίων Γάλλος. Ο᾿ι δὲ ἀνδρόγυνος, ἄλλοι παρειμένος, γυναςκώδης παρὰ Μενάνδρῳ Υμνιδι. Nic. Lloydius …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τριβάκηλος — ὁ, Α (ως τίτλος κωμωδίας τού Ναιθίου) ο τρεις φορές θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βάκηλος «θηλυπρεπής, ευνούχος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”